Η ανάγκη των εκπαιδευτικών για εξοικείωση με την Αγωγή του Λόγου, την ορθοφωνία και την τοποθέτηση της φωνής είναι σαφώς πιο επιτακτική και πολυποίκιλη συγκριτικά με όλους τους άλλους κλάδους. Κι αυτό γιατί χωρίζεται σε δύο επίπεδα, της ατομικής ανάγκης και της μεταδοτικότητας αυτής της γνώσης σε παιδιά και νέους:
1) Ατομική εξέλιξη
Οι εκπαιδευτικοί μαθαίνουν να:
προστατεύουν τη φωνή τους από τη διαρκή, καθημερινή καταπόνηση μέσα στη σχολική αίθουσα.
να εισπνέουν βαθιά, να τοποθετούν τη φωνή τους και να μιλούν δυνατά ακούραστα για πολλές ώρες καθημερινά χωρίς να κινδυνεύουν από οζίδια ή πολύποδες στις φωνητικές τους χορδές.
να ελέγχουν, να χρωματίζουν και να προσαρμόζουν τη φωνή, τον τόνο, το ύφος και την ένταση της ομιλίας τους κατά την παράδοση διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των μαθητών ή των φοιτητών τους.
Παίρνουν τον έλεγχο της τάξης χωρίς περιττή καταπόνηση, άγχος και εκνευρισμό.
2)Μεταδοτικότητα της γνώσης
Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να διδάξουν και στα ίδια τα παιδιά με τρόπο ενδιαφέροντα και παιχνιδιάρικο.
τη σωστή, καθαρή άρθρωση και τους κανόνες προφοράς της νέας ελληνικής γλώσσας. Ειδικά για τους δασκάλους των πρώτων τάξεων του δημοτικού κάτι τέτοιο θεωρείται θεμελιώδες, μιας και είναι τότε που τα μικρά παιδιά έχουν την πρώτη τους επαφή με την συστηματοποιημένη μάθηση.
Όλοι θυμόμαστε πόσο τραυματική μπορεί να γίνει η διαδικασία της ανάγνωσης για κάποια παιδιά ή πόσο άγχος δημιουργούσε πάντα σε κάποιους η φράση «σήκω στον πίνακα». Με απλούς μα αποτελεσματικούς τρόπους μπορούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά την αγάπη μας για τη γλώσσα, τονώνοντας παράλληλα την αυτοπεποίθηση τους και θέτοντας τα θεμέλια για την περαιτέρω ανάπτυξη και καλλιέργεια τους.